γραμματολογικός

γραμματολογικός
η , ό[ν]
1) литературный; 2) литературоведческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γραμματολογικός" в других словарях:

  • γραμματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει στη γραμματολογία ή έχει σχέση με αυτήν …   Dictionary of Greek

  • γραμματολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη γραμματολογία: Αφιέρωσε τη ζωή του σε γραμματολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός …   Dictionary of Greek

  • γραμματειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός: Γραμματειακά μνημεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»